Δευτέρα 3 Νοεμβρίου 2014

Το παιδί και το ποτάμι



Παλεύω εδώ και ώρα να βάλω σε τάξη τις σκέψεις μου.
Να κάνω μια αρχή. 
Να βρω την αρχή.
Πάντα όταν σκέφτομαι εσένα υπάρχει ένας πανικός μέσα μου.
Μια χαρά και ένας φόβος.

Νοιώθω σαν παιδάκι απέναντι σε ορμητικό ποτάμι.
Ένα παιδί που πάντα θαύμαζε αυτό το ποτάμι.
Σε όλα του τα ταξίδια πορευόταν παράλληλα με αυτό.
Και όταν το αγόρι χτυπούσε και έκλαιγε,
το ποτάμι ήταν εκεί δίπλα του.
Ήταν εκεί να δροσίσει τη καυτή πληγή του και 
να το ξεδιψάσει.

Και το παιδί όμως πρόσεχε το ποτάμι.
Όταν κάποιος έριχνε σκουπίδια μέσα,
το παιδί άρπαζε την απόχη του και τα μάζευε.
Το έκανε με ενθουσιασμό,
γιατί ένοιωθε χαρούμενο,
να βλέπει το ποτάμι καθαρό και λαμπερό.
Ακόμα και όταν τα νερά στέρευαν για λίγο, το αγόρι καθόταν εκεί δίπλα
και το κοίταγε με θαυμασμό, γιατί ήξερε ότι θα δυναμώσει ξανά 
και θα μαγέψει τη καρδιά του.

Και έτσι πήγαιναν μαζί ,ταξίδεψαν σε μέρη που μόνο αυτοί ήξεραν.
Μέχρι που ένα πρωί το αγόρι ξύπνησε, και είδε τα νερά πιο λαμπερά και πιο διάφανα από ποτέ.
Γρήγορα πέταξε τα ρούχα του και έπεσε μέσα με ενθουσιασμό.
Όμως γρήγορα η χαρά έγινε πανικός.

Τα ορμητικά νερά του το παρέσυραν και το νερό, σκέπασε το κεφάλι του ολόκληρο.
Πάλευε να βγει να πάρει μιαν ανάσα,
να σωθεί.
Με σπασμωδικές κινήσεις. και κόπο, κατάφερε και τραβήχτηκε προς την ακτή.
Σχίζοντας τα γόνατά του,
Βγήκε στη στεριά.

Ο φόβος έκανε τη καρδία του να χτυπά δυνατά.
Κοιτάζοντας το για μια τελευταία φορά,
γύρισε τη πλάτη και έφυγε, 
φοβούμενο ότι η αγάπη του για το ποτάμι θα υποσκίαζε τα πάντα,
ακόμα και τη ζωή του.
Και έτρεξε όσο πιο μακρία μπορούσε.
Οι πληγές του πονούσαν και τα πνευμόνια του έκαιγαν.

Έτσι μπήκε στο δάσος, μακρυά από τα δροσερά και ορμητικά νερά του ποταμού.
Έφυγε και δεν σκέφτηκε , ποιος θα καθαρίζει το ποτάμι από εδώ και πέρα.
Ποιος θα διώξει τα αίματα του αγοριού από τα νερά του,
ώστε αυτό να λάμψει ξανά;

Για χρόνια βάδιζε λοιπόν μονάχο,
και το αγόρι έγινε άντρας.
Είχε καλές και κακές στιγμές,
αλλά το ποτάμι ήταν πάντα εκεί,
στα όνειρα του,
κάθε φορά λίγο πριν ξυπνήσει ,
ορκιζόταν ότι άκουγε τα νερά του,
ότι ένοιωθε τη δροσιά του, να του χαϊδεύει το μάγουλο.
Και τα πόδια του γίνονταν όλο και πιο βαριά
και τα ταξίδια όλο και λιγότερο λαμπερά.

Μέχρι που μια μέρα, σε ένα ξέφωτο άκουσε ένα γνωστό παφλασμό,
λίγα μέτρα πιο κάτω.
Τότε ήξερε.
Ήξερε ότι το ποτάμι του, 
κυλούσε λίγο πιο κάτω,
δρόσιζε με τα νερά του τη περιοχή.

Δειλά-δειλά, 
ο άντρας πλησίασε.
Τα πόδια του έτρεμαν στη θέα του ποταμού.
Μα δεν το έδειξε ποτέ.
Εκεί βρισκόταν λοιπόν, αγέρωχο και ορμητικό.
Μαζί με το παιδί, είχε μεγαλώσει και το ποτάμι.
Είχε γίνει ποταμός.
Πιο δυνατός και αποφασιστικός.
Το χάζεψε για λίγο σαν μαγεμένος.
Ένοιωσε τη δροσιά του και χάζεψε τον παφλασμό του.

Μα τα νερά του, δεν ήταν τόσο καθαρά,
και το αγόρι στεναχωρήθηκε.
Τότε ήταν που κατάλαβε.
Κατάλαβε όταν το παιδί πριν χρόνια έφυγε,
άφησε και το ποτάμι μόνο του.
Μπορεί δίπλα του να πέρασαν πολλοί περαστικοί,
Μπορεί κάποιοι να έμειναν και να καθάρισαν τα σκουπίδια άλλων,
αλλά το αίμα του αγοριού ήταν ακόμα εκεί.
Δεν το είχε μαζέψει κάνεις.
Το παιδί το είχε λερώσει,
αυτό έπρεπε να το καθαρίσει.

Τότε ο άνδρας έκατσε δίπλα στο ποτάμι και έκλαψε.
Έκλαψε, που είχε λερώσει το ποτάμι,
που είχε ορκιστεί να κρατά καθαρό.
Έκλαψε που σαν παιδί δεν σκέφτηκε ότι η φύση του ποταμού,
είναι ορμητική, 
και ότι θέλει δύναμη για να κολυμπήσεις μέσα.
Έκλαψε που έκανε τόσα ταξίδια χωρίς να το έχει στο πλάι του.

Μάζεψε λοιπόν τα δάκρυα του,
και δειλά δειλά προσπάθησε να μπει μέχρι το γόνατο,
μα φοβόταν ότι το ποτάμι θα τον παρέσερνε.
Και τότε συνέβει κάτι που λύγισε τη καρδιά του για πάντα.
Σαν μαγικό, το ποτάμι ημέρεψε. Του δρόσισε τα πόδια και τον άφησε,
να προσπαθήσει να καθαρίσει τα νερά.

Από τη μέρα εκείνη και μετά ο νέος ορκίστηκε να είναι πλάι σε αυτό.
Να το καθαρίζει και να δροσίζεται από τα νερά του.
Και έτρεμε τη μέρα, που το ποτάμι θα έβγαινε στη θάλασσα ή 
θα ακολουθούσε μια διαδρομή αδύνατη γι' αυτόν.
Μα μέχρι τότε πήγαιναν μαζί.
Ο νέος και το ποτάμι, εναντίον του κόσμου.
Μια σχέση μαγική και μοναδική.
Πολλοί περνούσαν από δίπλα στα ταξίδια τους. 
Πολλοί προσπαθούσαν να καταλάβουν αυτή τη σχέση.
Κάτι ξεχωριστό.
Μια σχέση ζωής.
Ο καθένας είχε ένα κομμάτι του άλλου.
Ο ποτάμος λίγο από το αίμα του νέου.
Και ο νέος λίγο νερό από τον ποταμό.

Θα χωρίζονταν ξανά ποτέ;
Μια ιστορία ευτυχίας.
Μια ιστορία λύπης.
Μια ιστορία δίχως τέλος.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου